1 SC 188, Paris, Cerf, 1972, éd. A.-M. Malingrey.
2 Rep. VIII, 560 b : τελευτῶσαι δὴ οἶμαι κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν, αἰσθόμεναι κενὴν μαθημάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων καλῶν καὶ λόγων ἀληθῶν, οἳ δὴ ἄριστοι φρουροί τε καὶ φύλακες ἐν ἀνδρῶν θεοφιλῶν εἰσι διανοίαις. Trad. personnelle.
3 Rep. VIII, 560 c : ψευδεῖς δὴ καὶ ἀλαζόνες οἶμαι λόγοι τε καὶ δόξαι ἀντ᾽ ἐκείνων ἀναδραμόντες κατέσχον τὸν αὐτὸν τόπον τοῦ τοιούτου.
4 Rep. VIII, 560 c-d : ἐὰν παρ᾽ οἰκείων τις βοήθεια τῷ φειδωλῷ αὐτοῦ τῆς ψυχῆς ἀφικνῆται, κλῄσαντες οἱ ἀλαζόνες λόγοι ἐκεῖνοι τὰς τοῦ βασιλικοῦ τείχους ἐν αὐτῷ πύλας οὔτε αὐτὴν τὴν συμμαχίαν παριᾶσιν, οὔτε πρέσβεις πρεσβυτέρων [560δ] λόγους ἰδιωτῶν εἰσδέχονται.
5 Rep. VIII, 560 a : τῶν μὴ ἀναγκαίων καὶ ἀνωφελῶν ἡδονῶν.
6 Rep. VIII, 560 d-e.
7 Cette attribution est contestée. Cf. De l’éducation des enfants, Œuvres morales, t. I, 1re partie, Traité 1, CUF, texte établi et traduit par J. Sirinelli, Paris, 1987, « Introduction », p. 24-29.
8 Op. cit., § 6, p. 39-40.
9 Ibid., § 6, 3 E, p. 39 : καθάπερ γὰρ σφραγῖδες τοῖς ἁπαλοῖς ἐναπομάττονται κηροῖς, οὕτως αἱ μαθήσεις ταῖς τῶν ἔτι παιδίων ψυχαῖς ἐναποτυποῦνται : car de même que les sceaux s’impriment dans les cires tendres, de même les connaissances acquises marquent leur empreinte dans les âmes des très jeunes enfants.
10 Ibid., § 7, p. 40-43.
11 Ibid., § 19, p. 62.
12 Ibid., § 20, p. 63.
13 Δεῖ μάλιστα τὰς διὰ κακομουσίας ἡδονὰς φυλάττεσθαι, καὶ πῶς φυλακτέον : 705 D et E : Œuvres Morales, t. IX, 3e partie, (Livres VII-IX). Texte établi et traduit par F. Frazier et J. Sirinelli, Paris, CUF, 1996, p. 36-37.
14 Ibid., § 4, p. 36, trad. F. Frazier et J. Sirinelli, légèrement modifiée pour harmonisation : δεῖ δὲ καὶ τὴν ἐν ὄμμασι καὶ τὴν ἐν ὠσὶ γαργαλίζουσαν μαλακίαν καὶ ἡδυπάθειαν φοβεῖσθαι, καὶ μήτε πόλιν ἀνάλωτον νομίζειν τὴν τὰς ἄλλας πύλας βαλανάγραις καὶ μοχλοῖς καὶ καταρράκταις ὀχυρὰς ἔχουσαν, ἂν διὰ μιᾶς οἱ πολέμιοι παρελθόντες ἔνδον εἰσίν : μήθ᾽ ἑαυτὸν ἀήττητον ὑφ᾽ ἡδονῆς, εἰ μὴ κατὰ τὸ Ἀφροδίσιον ἀλλὰ κατὰ τὸ Μουσεῖον ἑάλωκεν ἢ τὸ θέατρον : ὁμοίως γὰρ ἐγκέκλικε καὶ παρέδωκε ταῖς ἡδοναῖς ἄγειν καὶ φέρειν τὴν ψυχήν.
15 Propos de Table, III, question I, 645 D-E, Paris, CUF, 1972, p. 112, trad. F. Fuhrmann légèrement modifiée pour harmonisation : θαυμάζω δὲ καὶ Ἐράτωνα τοῦτον εἰ τὰς μὲν ἐν τοῖς μέλεσι παραχρώσεις βδελύττεται καὶ κατηγορεῖ τοῦ καλοῦ Ἀγάθωνος, ὃν πρῶτον εἰς τραγῳδίαν φασὶν ἐμβαλεῖν καὶ ὑπομῖξαι τὸ χρωματικὸν, ὅτε τοὺς Μυσοὺς ἐδίδασκεν, αὐτὸς δ᾽ ἡμῖν ὡς ὁρᾶτε ποικίλων χρωμάτων καὶ ἀνθηρῶν τὸ συμπόσιον ἐμπέπληκεν, καὶ τὴν διὰ τῶν ὢτων ἀποκλείει τρυφὴν καὶ ἡδυπάθειαν, ταύτην τὴν κατὰ τὰ ὄμματα καὶ κατὰ τὰς ῥῖνας, ὥσπερ καθ᾽ ἑτέρας θύρας ἐπεισάγων τῇ ψυχῇ καὶ τὸν στέφανον ἡδονῆς ποιῶν, οὐκ εὐσεβείας.
16 Pédagogue, Livre II, chap. VIII, « Faut-il utiliser parfums et couronnes ? », 66, 3, SC 108, p. 134, traduction personnelle : Ὥσπερ δὲ τὴν τρυφὴν καὶ τῆς γεύσεως ἀποκεκλείκαμεν, οὕτως ἀμέλει καὶ τῶν ὄψεων καὶ τῶν ὀσφρήσεων τὴν ἡδυπάθειαν ἐξορίζομεν, μὴ λάθωμεν ἣν ἐφυγαδεύσαμεν ἀκολασίαν, κάθοδον αὐτῇ διδόντες εἰς ψυχὴν διὰ τῶν αἰσθήσεων, οἱονεὶ διὰ θυρῶν ἀφρουρήτων.
17 Chapitre X, SC 6, p. 117-120, Paris, Cerf, 1943/2002, trad. J. Laplace ; notes J. Daniélou.
18 Cicéron éprouve le même émerveillement, et recourt à la même image dans le De natura deorum, II, VI, § 140-141, London/Cambridge Mass, Loeb, 1933/1951, p. 256-259. Mais son émerveillement porte sur la juste disposition des organes à l’intérieur de la tête, où ils résident tanquam in arce, « comme dans une citadelle ».
19 De opificio hominis, X, 152 c-d, SC 6, p. 118-119. Trad. J. Daniélou légèrement modifiée pour harmonisation.
20 Ibid., 152 d-153 a, p. 118-119.
21 Ibid., 153 b, p. 119.
22 Ibid., 153 a-c, p. 119-120.
23 Cf. A.-M. Malingrey, « La question d’authenticité », SC 188, Paris, Cerf, 1972, p. 13-30.
24 § 4-5, SC 188, p. 74-81.
25 § 6-15, SC 188, p. 80-97.
26 § 16-90 SC 188, p. 96-197.
27 § 20, SC 188, p. 104-107.
28 § 21-22, SC 188, p. 106-109.
29 Lignes 359-360, p. 114.
30 Je m’appuie ici sur le texte grec de l’édition d’A.-M. Malingrey, SC 188, mais je propose mes propres traductions.
31 Peri kenodoxias kai hopos dei tous goneas anatrephein ta tekna, Über Hoffart und Kindererẓiehung. Mit Einleitung und kritischem Apparat (Das Wort der Antike 4), München, Hueber, 1953. Le texte nous est transmis par deux manuscrits seulement, le Lesbiacus Leimon 42 et le Parisinus graecus 764, ce qui est rare pour des œuvres de Jean Chrysostome et a contribué à semer le doute sur son authenticité.
32 Pour ἡ ἀκοή au sens d’« ouïe », cf. Hdt, Hist. 1, 33 ; Platon, Phèdre 65 b ; au sens d’« oreille », cf. Atte Pol 3, 16, 12, où le terme est employé au pluriel. Pour ἡ ὄσφρησις au sens d’« odorat », cf. Plat., Phèdre 111 b, Att. Sens. 2 ; au sens de « narines », cf. Plat. Théétète, 156 b, où le mot est employé au pluriel.
33 § 28-35, p. 114-126.
34 Ligne 367, p. 114.
35 Ligne 374, p. 116.
36 Psaume 118, 103 : Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τῷ στόματί μου. Ligne 375-377, p. 116.
37 Lignes 377-379, p. 116 : Διδάσκωμεν ταῦτα διὰ παντὸς ἐν τοῖς χείλεσι στρέφεσθαι, καὶ ἐν τοῖς περιπάτοις, μὴ ἁπλῶς μηδὲ παρέργως μηδὲ σπανιάκις, ἀλλὰ διηνεκῶς.
38 Lignes 385-389, p. 118 : ῞Οταν δὲ τὰς θύρας οὕτω παχείας κατασκευάσωμεν καὶ χρυσᾶς καὶ τὸν μοχλὸν ἐπιθῶμεν, ἀξίους καὶ τοὺς πολίτας κατασκευάσωμεν· ποίους δὴ τούτους ; ῥήματα παιδεύοντες τὸ παιδίον φθέγγεσθαι σεμνὰ καὶ εὐσεβῆ.
39 Lignes 389-393, p. 118 : Καὶ ξενηλασίαν ποιῶμεν πολλήν, ὥστε μὴ μιγάδας τινὰς καὶ φθόρους ἀνθρώπους ἐπεισιέναι τοῖς πολίταις τούτοις· τοὺς ὑβριστικοὺς λόγους καὶ λοιδόρους, τοὺς ἀνοήτους, τοὺς αἰσχρούς, τοὺς βιωτικούς, τοὺς κοσμικούς, πάντας ἐξελάσωμεν.
40 Lignes 399-400, p. 118 : Περὶ Θεοῦ διαλεγέσθωσαν ἀεί, περὶ φιλοσοφίας τῆς ἄνω.
41 Lignes 451-454 : Καὶ αὕτη μὲν ἡ πύλη οὕτως ἀσφαλιζέσθω καὶ οἱ πολῖται καταλεγέσθωσαν ἐκεῖνοι· τοὺς δὲ ἄλλους ἔνδον θανατῶμεν, καθάπερ αἱ μέλισσαι τοὺς κηφῆνας, μὴ ἐῶντες ἔξω προχωρεῖν μηδὲ βομβεῖν.
42 Cf. Les Travaux et les jours, 305-306. En Théogonie 594-595, les frelons inactifs représentent les femmes, nourries par les abeilles laborieuses que sont les hommes.
43 Cf. 559 d-e : ἆρ᾽ οὖν καὶ ὃν νυνδὴ κηφῆνα ὠνομάζομεν, τοῦτον ἐλέγομεν τὸν τῶν τοιούτων ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν γέμοντα καὶ ἀρχόμενον ὑπὸ τῶν μὴ ἀναγκαίων, τὸν δὲ ὑπὸ τῶν ἀναγκαίων φειδωλόν τε καὶ ὀλιγαρχικόν ; mais est-ce que, de celui-là même que tout à l’heure nous nommions un bourdon, nous ne disions pas que, tantôt il regorge de ce genre de plaisirs et de désirs, qu’il est dominé par ceux qui sont non nécessaires et que tantôt, étant dominé par les nécessaires, il est économe, en même temps qu’oligarchique ? Trad. L. Robin, Pleiade, p. 1160.
44 559 d-e : ὅταν νέος, τεθραμμένος ὡς νυνδὴ ἐλέγομεν, ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς, γεύσηται κηφήνων μέλιτος, καὶ συγγένηται αἴθωσι θηρσὶ καὶ δεινοῖς, παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ ποικίλας καὶ παντοίως ἐχούσας δυναμένοις σκευάζειν, ἐνταῦθά που οἴου εἶναι ἀρχὴν αὐτῷ μεταβολῆς… ὀλιγαρχικῆς τῆς ἑαυτῷ εἰς δημοκρατικήν. Trad. L. Robin, Pleiade, p. 1161.
45 Sur l’indétermination zoologique de l’animal, qui semble être à la fois une abeille, un bourdon, et un frelon, cf. Rep. VIII, 552 c-e, où Platon distingue les « bourdons »« avec dard » et les bourdons « sans dard », et reconnaît la dangerosité des bourdons « avec dard ».
46 456-461, p. 126-128 : ῎Ιωμεν δὴ καὶ ἐφ᾿ ἑτέραν πύλην· ποίαν δὴ ταύτην ; τὴν ἐγγὺς αὐτῆς κειμένην καὶ πολλὴν πρὸς αὐτὴν συγγένειαν ἔχουσαν, τὴν ἀκοὴν λέγω. ᾿Εκείνη μὲν γὰρ ἔσωθεν ἐξιόντας ἔχει τοὺς πολίτας, καὶ οὐδεὶς δι᾿ ἐκείνης εἰσέρχεται, αὕτη δὲ ἔξωθεν εἰσιόντας, καὶ οὐδεὶς δι᾿ αὐτῆς ἐξέρχεται. Πολλὴν τοίνυν ἔχει τὴν συγγένειαν αὕτη πρὸς ἐκείνην.
47 De l’éducation des enfants, Œuvres morales I, 1, § 14, 10, B, p. 54 ; 10, E, p. 55.
48 Ibid., l’ensemble du paragraphe 14, p. 53-56.
49 La Création de l’homme, X, SC 6, p. 117. Trad. personnelle.
50 § 36-53, lignes 456-727, p. 126-154.
51 Qu’on pourrait rendre par « sucre tes récits », ou encore, « assaisonne tes récits ».
52 501-503, p. 132 : Καὶ καταγλύκαινε τὰ διηγήματα, ὥστε τινὰ εἶναι τῷ παιδὶ καὶ τερπνότητα καὶ μὴ ἀποκάμνειν αὐτῷ τὴν ψυχήν.
53 571-573, p. 138 : ῞Οψει γὰρ αὐτὸν γαννύμενον καὶ πηδῶντα καὶ χαίροντα, ὅτι ἃ πάντες ἀγνοοῦσιν οἶδεν αὐτός : « Tu le verras rayonnant, bondissant et plein de joie, parce qu’il connaît, lui, ce que tout le monde ignore. »
54 450-451, p. 126.
55 Lignes 751-753, p. 158 : Μανθανέτω τοίνυν τῷ Θεῷ ψάλλειν, ἵνα μὴ σχολάζῃ αἰσχραῖς ᾠδαῖς καὶ διηγήμασιν ἀκαίροις. Δυσφύλακτος γὰρ αὕτη ἡ πύλη, ἐπειδὴ τὸ πῦρ ἔνδον ἔχει κείμενον καὶ φυσικήν, ὡς ἄν τις εἴποι, ἀνάγκην. Μαθέτω τὰς θείας ἐπῳδάς.
56 § 54, p. 152-154.
57 Ligne 715, p. 152.
58 Lignes 718-723, p. 152-154 : Οὐδὲν οὕτως ἐκλύει τόνον ψυχῆς, οὐδὲν οὕτως χαλᾷ, ὡς τὸ εὐωδίαις ἥδεσθαι · εὐθέως γὰρ ὁ ἐγκέφαλος δεχόμενος τὸ πᾶν ἐχάλασεν. Ἐντεῦθεν καὶ ἡδοναὶ ἀναρριπίζονται καὶ πολλὴ τοῦ πράγματος ἡ ἐπιβουλή. Καὶ ταύτην οὖν ἀπόφραττε τὴν πύλην.
59 Ligne 718-719, p. 152.
60 Lignes 721-722, p. 154 : ἡ γὰρ ἐνέργεια αὐτῆς ἀναπνεῖν τὸν ἀέρα, οὐκ εὐωδίαν δέχεσθαι.
61 Lignes 728-730, p. 154 : ’Εστιν καὶ ἑτέρα πύλη τούτων μὲν ὡραιοτέρα, δυσφύλακτος δέ, ἡ τῶν ὀφθαλμῶν· καὶ διὰ τοῦτο καὶ ἄνω κεῖται ἀνεῳγμένη καὶ κάλλος ἔχουσα.
62 Lignes 730-731, p. 154 : Πολλὰς ἔχει τὰς πυλίδας οὐχ ὁρῶσα μόνον, ἀλλὰ καὶ ὁρωμένη, ἂν ᾖ καλῶς ἐκτετορνευμένη.
63 Lignes 767-772, p. 160 : Λέγε ὡς δουλοπρεπὲς ὑπὸ τῆς δούλης καταφρονεῖσθαι καὶ ὅτι πολλῆς μάλιστα δεῖται τῆς σπουδῆς ὁ νέος. ὁ μὲν γὰρ φθεγγόμενος ἔσται δῆλος, ὁ δὲ ὁρῶν οὐκ ἔσται δῆλοs – ταχεῖα γὰρ αὕτη ἡ αἴσθησις – καὶ δύναται μεταξὺ πολλῶν καθήμενος ταῖς τῶν ὀφθαλμῶν βολαῖς ἑλεῖν ἣν ἂν ἐθέλῃ.
64 § 57, p. 156.
65 § 56, p. 154.
66 § 58, Lignes 742-743, p. 156 et § 61, p. 158-160.
67 § 59, Lignes 747-751, p. 156-58 : Ἀλλὰ δεῖξον αὐτῷ κάλλη ἕτερα, καὶ ἀπάξεις ἐκεῖθεν τοὺς ὀφθαλμούς, οἷον τὸν οὐρανόν, τὸν ἥλιον, τοὺς ἀστέρας, τῆς γῆς τὰ ἄνθη, τοὺς λειμῶνας, βιβλίων κάλλη· τούτοις τερπέσθω τὰς ὄψεις. Καὶ πολλά ἐστιν ἕτερα βλάβην μὴ φέροντα.
68 Lignes 776-783, p. 162 : ῎Εστιν καὶ ἄλλη πύλη, οὐ τοιαύτη μέν, οἷαί περ αὗται, ἀλλὰ δἰ ὅλου τοῦ σώματος διήκουσα, ἣν ἁφὴν προσαγορεύομεν, δοκοῦσα μὲν κεκλεῖσθαι, ὥσπερ δὲ ἀνεῳγμένη, οὕτω πάντα ἔνδον παραπέμπουσα. Ταύτην μήτε ἁπαλοῖς ἱματίοις μήτε σώμασι προσομιλεῖν ἀφῶμεν. Σκληρὰν αὐτὴν καταστήσωμεν. ̓Αθλητὴν τρέφομεν, καὶ τοῦτο ἐννοῶμεν. Μήτε οὖν στρωμναῖς ἁπαλαῖς μήτε ἱματίοις κεχρήσθω.
69 Cf. supra, note 60 : Car son activité (ἐνέργεια), c’est de respirer l’air, et non d’accueillir les bonnes odeurs.
70 Cf. A.-M. Malingrey, « La question d’authenticité », SC 188, Paris, Cerf, 1972, p. 13-30.
71 Μία ἀρχαία χριστιανικὴ καὶ παιδαγωγικὴ πραγματεία ἡ ἀποδιδομένη εἰς τὸν Χρυσόστομον “Περὶ κενοδοξίας καὶ ὅπως δεῖ τοὺς γονέας ἀνατρέφειν τὰ τέκνα”, Athènes, 1939.
72 Cf. Catherine Broc, « Jean Chrysostome et le pouvoir de la musique », communication à la journée « Musique et Poésie », Université Blaise Pascal, Clermont-Ferrand, 23 mai 1997, Presses de l’Université Blaise Pascal, 2001, p. 85-96.